έλεγχος

έλεγχος
(I)
ο (ΑΜ ἔλεγχος)
1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.»)
2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για συγκέντρωση στοιχείων προς αναίρεση ή ανασκευή
3. επίπληξη, μομφή
μσν.- νεοελλ.
φρ. «έλεγχος συνειδήσεως» — τύψεις συνειδήσεως, αυτοκριτικής και μεταμέλεια για κάποια πράξη ή ενέργεια
νεοελλ.
1. βιβλίο το οποίο τηρείται στα σχολεία, όπου καταγράφονται οι βαθμοί προόδου τών μαθητών
2. δελτίο με το οποίο γνωστοποιούνται οι βαθμοί προόδου, ο αριθμός απουσιών και ο χαρακτηρισμός τής διαγωγής στους μαθητές και τους κηδεμόνες τους
3. υμενόπτερο έντομο τής οικογένειας τών στυλοπιδών
4. μαλάκιο γαστερόποδο
5. «οικονομικός έλεγχος»
α) η έρευνα και εξακρίβωση τής ορθότητας και νομιμότητας τής οικονομικής διαχείρισης
β) η υπηρεσία που ασκεί τον οικονομικό έλεγχο
6. «διοικητικός έλεγχος» ή «έλεγχος διοικήσεως» — ο έλεγχος για την νομιμότητα και την καλή λειτουργία τής διοικήσεως, κυρίως, ως προς την οικονομική διαχείριση
7. «έλεγχος γεννήσεων» — τα μέτρα για τον περιορισμό τού αριθμού τών γεννήσεων
8. «έλεγχος βολής» — το σύνολο τών μηχανισμών και οι ενέργειες τών χειριστών τών πυροβόλων ώστε να βάλλουν ως ενιαίο σύνολο εναντίον στόχου
αρχ.-μσν.
απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο
μσν.
ο κατήγορος
αρχ.
1. επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να αναιρεθεί συλλογισμός, άποψη, κ.λπ.
2. αναίρεση με τη χρησιμοποίηση τής «εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς»
3. ευκαιρία για ανασκευή, αντίκρουση, αναίρεση («δίδωμί τι εἰς ἔλεγχον», «δίδωμι ἔλεγχον ἀρετῆς», «ποιεῑν ή ποιεῑσθαι ἔλεγχον τῶν πεπραγμένων», «ἐλέγχους ἀποδέχεσθαι», «ἐλέγχους προσφέρειν»)
4. κατάλογος, ευρετήριο
5. πολυτελές κόσμημα.
————————
(II)
ἐλεγχος, το (Α)
1. καταισχύνη, ντροπή («...ἔλεγχος ἔσσεται, εἴ κεν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ» — θα είναι ντροπή να κυριεύσει τα πλοία...)
2. φρ. «ἐλέγχεα» ή «κάκ' ἐλέγχεα» — επονείδιστοι, ξεφτιλισμένοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔλεγχος — 1 reproach neut nom/voc/acc sg ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεγχος — ο 1. η έρευνα για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητα κτλ. πράγματος, η εξακρίβωση: Έλεγχος πιστοποιητικών. – Έλεγχος μηχανών. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), κριτική ανάλυση για ανεύρεση των τρωτών σημείων. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως — Contre les hérésies  Pour l œuvre d Épiphane de Salamine, voir Panarion. Dénonciation et réfutation de la gnose au nom menteur (en grec ancien : ἔλεγχος και άνατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), connu sous le nom de Contre les hérésies (en… …   Wikipédia en Français

  • διοικητικός έλεγχος — Οι πράξεις της διοικητικής εξουσίας, εκτός από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπόκεινται και σε ένδικο έλεγχο, που ασκείται από τα δικαστήρια και αφορά τη νομιμότητά τους και την τήρηση των προϋποθέσεων που τις διέπουν. Ο έλεγχος αυτός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • ἐλέγχει — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχω disgrace pres ind mp 2nd sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχη — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχους — ἔλεγχος 1 reproach neut gen sg (attic epic doric) ἔλεγχος 2 argument of disproof masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχω — ἔλεγχος 2 argument of disproof masc nom/voc/acc dual ἔλεγχος 2 argument of disproof masc gen sg (doric aeolic) ἐλέγχω disgrace pres subj act 1st sg ἐλέγχω disgrace pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγχέεσσιν — ἔλεγχος 1 reproach neut dat pl (epic) ἐλεγχής worthy of reproof masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέγχεα — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”